Πρώτος στόχος να απαλλαγούμε από το «μνημόνιο», αλλά ποια είναι η διέξοδος για την ελληνική κοινωνία;
Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος της ευρωζώνης, που δέχεται τη πιο σκληρή επίθεση των κερδοσκοπικών παγκόσμιων κεφαλαίων, λόγω της μανίας της πολιτικής και οικονομικής της ελίτ, για «ανάπτυξη» και «εκσυγχρονισμό» με κάθε κόστος( π.χ. γέφυρες, λιμάνια, δρόμοι, αεροδρόμια, στάδια, ολυμπιακοί και εξοχικά). Την προηγούμενη περίοδο οι κυβερνήσεις , για να φέρνουν σε πέρας τους προϋπολογισμούς τους και να διατηρούν ένα πελατειακό και δυσλειτουργικό κράτος, δανείζονταν από τις παγκόσμιες αγορές. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από τις τράπεζες. Το ευρώ, σαν κοινό νόμισμα, βοήθησε στην ουσία και αυτό για να ανέβουν τα χρέη στο κράτος, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, γιατί εξασφάλιζε την απαιτούμενη «πίστη» για δανεισμό από τα διεθνή κεφάλαια. Έτσι όλοι μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες, παρόλο που δεν ανέβαινε η αγοραστική αξία των μισθωτών. Οι περισσότεροι αισθάνονταν «νοικοκυραίοι με κάρτες και με χρέη», ενώ η «δυνατή» Ελλάδα έφθασε να χρωστά πάνω από 360 δις ευρώ.
Και οι «μνημονιακές» πια κυβερνήσεις, δεν μαθαίνουν από τα προηγούμενα λάθη. Θέλουν κι άλλη, «μια από τα ίδια ανάπτυξη». Με καινούργια δάνεια, με φαστ-τρακ ιδιωτικοποιήσεις και ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Με ιδιωτικοποίηση των συλλογικών αγαθών, όπως το νερό, η ενέργεια, τα φιλέτα παραγωγικής δημόσιας γης, το τρένο κ.λπ., για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Όμως όλοι πια αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια βαθειά δομική κρίση της ελληνικής κοινωνίας και ότι το μέλλον είναι ζοφερό. Οι πολιτικές των «μνημονίων» για την επιστροφή των χρεών στους διεθνείς και ντόπιους πιστωτές θα έχουν σαν αποτέλεσμα τη «φτωχοποίηση» όχι μόνο της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και του περιβάλλοντος της χώρας. Η ζωή θα γίνει για τους περισσότερους Έλληνες σε μεγάλο βαθμό αβίωτη. Ταυτόχρονα θα ολοκληρώνεται και η σταδιακή κατάρρευση της έννοιας του κοινωνικού κράτους, αλλά και του πολιτικού συστήματος του κοινοβουλευτισμού, στα μάτια των πολιτών.
Για αυτό μια σημαντική μερίδα της νέας γενιάς ξεσηκώνεται. Προς το παρόν «αγανακτεί», δείχνοντας ότι δεν της αρέσει ο κόσμος που της ετοιμάσανε οι παλιότεροι. Οι εκλογές των τελευταίων χρόνων π.χ. δείχνουν ότι ο «κανένας» είναι αυτός που έχει την πλειοψηφία και ότι δεν υπάρχει πια συναίνεση. Η σημερινή αγανάκτηση των πολιτών προς τους «μνημονιακούς»-που έφεραν τα «μνημόνια»- και προς τους «αντιμνημονιακούς»-που δεν κατάφεραν να τα αποτρέψουν-σταδιακά, θα εξελίσσεται σε αποφασιστικότητα για ανάληψη δράσης από τους ίδιους τους πολίτες.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να μετατραπούμε- όλοι «οι από κάτω» -από «αγανακτισμένοι» σε «αποφασισμένους». Να σταματήσουμε να είμαστε πλέον αντικείμενο διαχείρισης της πολιτικής των «από πάνω» και των κομμάτων τους και να γίνουμε οι ίδιοι ουσιαστικοί πολίτες διαμορφώνοντας μια νέα πολιτική. Με διαδικασίες συνελεύσεων παντού –από τις γειτονιές και τις κοινότητες, μέχρι στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης-μπορούμε να διαμορφώσουμε τις προτάσεις διεξόδου από τη σημερινή κρίση. Επιδιώκοντας όχι μόνο την αντίσταση στα «μνημόνια», αλλά και τη δημιουργία ταυτόχρονα αμεσοδημοκρατικών δομών και θεσμών, που θα εξασφαλίζουν την ισοκατανομή πόρων και εξουσιών σε όλα τα επίπεδα, από την οικονομία, την κοινωνία, μέχρι και τη πολιτική διακυβέρνηση.
Θα μπορούσαμε σαν λαός να μη δεχθούμε την προοπτική της κατάθλιψης και της «πτώχευσης», που μας ετοιμάζουν, αν διαμορφώναμε «από τα κάτω» και βάζαμε σε εφαρμογή ένα άλλο πρόγραμμα «αναδιάθρωσης». Ένα πρόγραμμα -απάντηση των «από κάτω», που δεν περιμένουν τη λύση από τα κομματικά προγράμματα και τις εκλογές, αλλά σαν πολίτες θα αποφασίσουν να το διαμορφώσουν μέσα από αμεσοδημοκρατικές δομές αυτοοργάνωσης.
Δεν διεκδικούμε, σαν οικοδίκτυο, την διατύπωση ενός μανιφέστου. Μπορούμε όμως να προτείνουμε με τη μορφή «σκιαγραφήματος» τα πρώτα βήματα, με τα οποία η ελληνική κοινωνία μπορεί να περάσει σε μια φάση μετάβασης. Σε μια φάση κατάργησης-αναδιάρθρωσης-αλλαγής των υπαρχόντων θεσμών και δημιουργίας καινούργιων τέτοιων, για το ξεπέρασμα της κρίσης, που έτσι και αλλιώς είναι μια συνολική κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Με τη παρατήρηση βέβαια ότι δεν μπορούν να προβλεφθούν από τώρα οι μεγάλες δυνατότητες αυτοθέσμισης μιας κοινωνίας ευρισκόμενης σε αναβρασμό και σε μετάβαση.
Περιληπτικά ένα τέτοιο πρόγραμμα «αναδιάρθρωσης» θα μπορούσε να περιλάβει καταρχήν τα παρακάτω σημεία, που αφορούν κύρια τους υπάρχοντες θεσμούς:
1) Να αρνηθούμε τη θέση που έχει σήμερα η χώρα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης και της ευρωζώνης.
Να αρνηθούμε την προτεινόμενη από την ευρωπαϊκή ελίτ «διάσωση» της Ελλάδας, που στην ουσία είναι διάσωση του χρεοκοπημένου τραπεζικού της συστήματος. Να αρνηθούμε να συμμορφωθούμε με τα μέτρα που θα προωθήσουν οι επόμενες κυβερνήσεις, ώστε να εξαναγκασθούν να κάνουν στάση πληρωμών τόκων και χρεολυσίων και να στραφούν στη στήριξη των συλλογικών αγαθών και μισθών ικανών να ικανοποιούν τις βιοτικές ανάγκες του πληθυσμού. Ας μη θεωρούμε φτώχεια την έλλειψη των χρημάτων “τους”, το να μη μπορούμε να αγοράζουμε τα προϊόντα “τους”!
Ας μη δεχθούμε σαν ανεργία την έλλειψη μισθωτών θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις τους!
Να απαιτήσουμε την ανασυγκρότηση της κεντρικής και τοπικής διοίκησης, με εθελούσια μετακίνηση προσωπικού από γραφειοκρατικές δομές, σε υποδομές κοινωνικής-περιβαλλοντικής προστασίας, που σήμερα είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Να απαιτήσουμε την ενίσχυση του κλάδου της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Οι ΟΤΑ-όπως φάνηκε και από την περίπτωση των «χαρατσιών»- μπορούν πιο εύκολα και πρέπει να πιεσθούν να βοηθήσουν στη δημιουργία των θεσμών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Να απαιτήσουμε έκτακτα μέτρα εσόδων από τα υψηλά εισοδήματα για να στηριχθούν τα κλυδωνιζόμενα ασφαλιστικά ταμεία. Να προωθήσουμε και να αναβαθμίσουμε τα συλλογικά-κοινωνικά αγαθά(σιδηρόδρομος, ενέργεια, νερό, περιβάλλον, έρευνα-καινοτομία), ώστε να λειτουργήσουν σαν παράλληλος «κοινωνικός μισθός», με στόχο να ξαναγίνει η ποιότητα ζωής δικαίωμα για όλους. Να απαιτήσουμε από την υπάρχουσα κυβέρνηση μια φορολογική μεταρρύθμιση με χαρακτήρα δικαιοσύνης και αναδιανομής. Που θα χρησιμοποιεί τους φόρους και σαν εργαλεία για ενθάρρυνση ή αποθάρρυνση οικονομικών δραστηριοτήτων, ανάλογα με τις επιπτώσεις των τελευταίων στο περιβάλλον και την κοινωνία. Μέτρα διαφάνειας και πάταξης της μικρής και μεγάλης διαφθοράς-φοροδιαφυγής, τα οποία θα πρέπει να συνδυαστούν με αποκατάσταση της αίσθησης δικαιοσύνης.
2) Στη συνέχεια όσον αφορά στους νέους θεσμούς που μπορούμε να δημιουργήσουμε:
Να βελτιώσουμε το τοπικό εισόδημα εμείς οι ίδιοι μέσα από την προώθηση ομάδων παραγωγών, συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών για απευθείας διακίνηση τροφίμων, χωρίς μεσάζοντες, με συνεταιριστικά μικρά μαγαζιά, με δίκτυα διανομής και τοπικά συστήματα ανταλλαγών με δικό τους νόμισμα κ.λπ. Με εναλλακτικούς πιστωτικούς συνεταιρισμούς, που διαχειρίζονται τις αποταμιεύσεις χωρίς κερδοσκοπικές πρακτικές και χωρίς την συνήθη αδιαφορία των τραπεζών για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των δράσεων που χρηματοδοτούν.
Θα χρειαζόταν να επαναπροσδιορίσουμε γενικότερα τις βασικές μας ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους-όσο γίνεται λιγότερο μέσω των αγορών και της ατομικής κατανάλωσης- με στήριξη στα συλλογικά αγαθά και με μικρότερο κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα. Επιδιώκοντας την «ευημερία» με εγκράτεια στην ατομική κατανάλωση, αλλά μέσα από την αφθονία των συλλογικών-κοινωνικών αγαθών». Στηριζόμενοι περισσότερο στην αυτοανάπτυξη-αυτοπραγμάτωσή μας σαν ανθρώπινα όντα και σαν στοιχεία των γενικότερων οικοσυστημάτων.
3) Σε μια τέτοια κατεύθυνση τα επόμενα βήματα θα μπορούσαν να ήταν τα παρακάτω:
α) Στη τροφή: να επιδιώξουμε και μέσα από τα σχολεία και τις σχολές, αλλά και από εναλλακτικούς θεσμούς εκπαίδευσης και αυτοεκπαίδευσης, την ανάπτυξη των δεξιοτήτων χιλιάδων νέων ανθρώπων, στην κηπουρική και την οικο-γεωργία, με σκοπό να παραγάγουν σε τοπικό επίπεδο όλο και περισσότερα τρόφιμα, για τον εαυτό τους και για διάθεση στην τοπική αγορά. Σήμερα εισάγουμε το 40% των ειδών διατροφής και θα χρειασθεί να πετύχουμε αυτάρκεια πάλι στα είδη διατροφής του πληθυσμού. Αυτό θα δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας. Το καλύτερο θα ήταν βέβαια αν μετατρέπαμε τη χώρα σε ζώνη οικο-βιο-γεωργίας και ζώνη ελεύθερη από μεταλλαγμένα με ποιοτικά προϊόντα που θα έχουν και συγκριτικό πλεονέκτημα και για εξαγωγές. Να αναβλαστούσαμε τα καμένα δάση, να αποκαταστούσαμε τις λίμνες ,τα ποτάμια, τους βιοτόπους και τις παραλίες. Θα καταφέρναμε έτσι να αποκαταστήσουμε το περιβάλλον μας, ώστε να αξίζει να ζούμε σε αυτό, δίνοντας ποιότητα και στην παραγωγή και στη ζωή μας.
Να ενισχύσουμε την εσωτερική μετανάστευση με συλλογικές μετεγκαταστάσεις ανέργων νέων των πόλεων στην περιφέρεια, σε χώρους αυτοπαραγωγής και αυτοδιαχείρισης για την ικανοποίηση αναγκών(από διατροφής μέχρι και πολιτισμικών, με εξάσκηση παραδοσιακών και νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων), απαιτώντας τη στήριξή της από κεντρικούς ή τοπικούς πόρους(π.χ. για νέους ακτήμονες αγρότες διάθεση δημόσιας ή δημοτικής γης). Να προχωρήσουμε σε αστικές και περιαστικές καλλιέργειες για παραγωγή μέρους τουλάχιστον της τροφής του εναπομείναντος πληθυσμού των πόλεων, αποκαθιστώντας στη διατροφή το μεσογειακό διατροφικό μοντέλο με μείωση της κατανάλωσης κρέατος.
β)Στη μεταποίηση: οι υπάρχουσες δυσλειτουργικές βιομηχανικές μονάδες ή αυτές που τις κλείνουν οι ιδιοκτήτες τους να τίθενται σε λειτουργία από τους εργαζόμενους. Αυτοί ξεπερνώντας τη μέχρι τώρα λογική της διεκδίκησης θέσεων μισθωτής εργασίας και των μέχρι τώρα κατοχειρωμένων δικαιωμάτων τους, να αποφασίζουν συλλογικά την επαναλειτουργία τους. Με αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείρηση των μέσων παραγωγής, με πιθανή αλλαγή των προϋπαρχόντων ρυπογόνων μέσων, αλλά και της μη κοινωνικά αναγκαίας παραγωγής ή περιβαλλοντοκτόνας τέτοιας. Στη συνέχεια να δημιουργούσαμε νέα τοπικά βιομηχανικά οικοσυστήματα(απόβλητα κάποιων μονάδων, σαν επεξεργάσιμη ύλη για άλλες). Να επανασυστήναμε τη κλωστοϋφαντουργία-βιομηχανίας ζάχαρης κ.λπ. και γενικά να αναπτύσσαμε την οικονομία των μικρών αποστάσεων μέσα από συνεταιρισμούς και επιχειρήσεις κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Στις πόλεις να αναπτύσσαμε παραγωγικές δραστηριότητες του δευτερογενούς-τριτογενούς τομέα(μεταποίηση-διακίνηση-διάθεση) από συλλογικότητες και συνεργατικές δομές εργασίας. Εργαστήρια, οικοτεχνία κ.λπ., που θα παράγουν είδη για την κάλυψη των βασικών αναγκών(τροφή, ένδυση κ.λπ.), αλλά παράλληλα και τεχνολογικές εφαρμογές για την ενέργεια, τη τέχνη και τον πολιτισμό. Να επανασυνδέαμε τους κατοίκους των πόλεων με την ύπαιθρο και αντίστροφα, μέσω σχέσεων ανταλλαγών και δίκαιων συναλλαγών, ώστε να δημιουργούνται δίκτυα και αυτοδιαχειριστικοί κύκλοι αλληλέγγυας οικονομίας για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών. Να δημιουργείται ταυτόχρονα μια κουλτούρα οικολογικής στάσης, συμπεριφοράς και σύνδεσης με τους κύκλους της φύσης. Να υλοποιούνται και να διαμορφώνονται οι αξίες της συνύπαρξης, της αλληλεγγύης, της συνεργατικότητας, της συντροφικότητας, του μοιράσματος, της συναπόφασης κ.λπ, σαν αξιακό σύστημα ενός πολιτισμού που απορρίπτει τις κυρίαρχες αξίες του ανταγωνισμού, της ατομικότητας και της αλόγιστης κατανάλωσης.
γ) Στην ενέργεια: να επιδιώκαμε ενεργειακή αυτοδυναμία μέσω της μείωσης της κατανάλωσης και της εξοικονόμησης ενέργειας, απορρίπτοντας τις ρυπαντικές και ενεργοβόρες τεχνολογίες. Εφαρμόζοντας τεχνολογίες εξοικονόμησης και στηριζόμενοι στις ήπιες και ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και πόρων(ήλιος, αέρας, νερό, βιομάζα) , με όσο γίνεται πιο αποκεντρωμένα και μικρής-μεσαίας κλίμακας ενεργειακά συστήματα. Με εξειδίκευση-εκπαίδευση ενός ευρέος δικτύου συνεργείων τεχνιτών, που θα ανασκεύαζε όλα τα κτίρια κάθε περιφέρειας της χώρας , καθιστώντας τα ενεργειακά αποτελεσματικά. Και, όπου αυτό είναι δυνατό αυτάρκη. Αυτή η πολιτική πέρα από την εξοικονόμηση ενέργειας που θα πετύχαινε, θα δημιουργούσε πελώριο αριθμό νέων θέσεων εργασίας για μηχανικούς, υδραυλικούς, μονωτές, ηλεκτρολόγους, οικοδόμους κ.ο.κ. Οι ευκαιρίες για απασχόληση και δημιουργία θα επεκτείνονταν σε όλες τις κοινότητες και τους δήμους της χώρας.
Να επιδιώκαμε επίσης την ενεργειακή αυτοδυναμία μέσω ενεργειακού εφοδιασμού από δημοτικές-διαδημοτικές επιχειρήσεις(το 51% θα ελέγχεται από τους πολίτες) , που παράγουν ηλεκ. ενέργεια από ΑΠΕ, κατέχουν τα τοπικά δίκτυα ΜΤ-ΧΤ και διαχειρίζονται τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές της περιοχή τους. Και όλα αυτά να συνδέονται με καμπάνιες εξοικονόμησης ενέργειας προς τους πολίτες. Να επιδιώκαμε επίσης-όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα, αφού αποσύρουν τις πιθανές οικονομίες από τις τράπεζες-να εγκαθιστούν φ/β συστήματα στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, σε μη παραγωγική γη. Να εγκαθιστούν μικρές ανεμογεννήτριες σε ευνοϊκά σημεία μη παραγωγικής γης. Να δημιουργούν μη κερδοσκοπικές εταιρείες και συνεταιρισμούς κοινωνικής οικονομίας, εταιρείες λαϊκής βάσης κ.λπ. για την παραγωγή ενέργειας από μικρές εγκαταστάσεις ΑΠΕ και διάθεσή της στα τοπικά δημοτικά δίκτυα.
δ) Στα απορρίμματα: το ίδιο θα συνέβαινε με την εφαρμογή μιας στρατηγικής μείωσης και εκμηδενισμού των απορριμμάτων, που θα δημιουργούσε δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, από συλλέκτες-διαλογείς απορριμμάτων έως επιστήμονες που θα πρωτοπορούσαν στην επαναχρησιμοποίηση των υλικών, με ανακύκλωση, με εφεύρεση κι εφαρμογή νέων υλικών και μεθόδων κ.λπ.
ε) Στη μετακίνηση-μεταφορά: παράλληλα η αισθητή βελτίωση των δημοσίων μεταφορών, ιδίως του σιδηρόδρομου, θα μείωνε τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, θα συνέβαλε στην κοινωνικότητα των ανθρώπων-πράγμα που διέλυσε μεταξύ των άλλων και η αυτοκίνηση- και θα μείωνε το κόστος των μεταφορών που επιβαρύνει σήμερα όλα τα μεταφερόμενα προϊόντα και ανθρώπους.
στ) Στην υγεία: Δεν θα πρέπει να ταυτισθεί η έννοια της υγείας με την ιατρική περίθαλψη. Το γενικό επίπεδο υγείας συνδέεται άμεσα με την οικονομική ζωή, τις ανισότητες και τη μόλυνση του περιβάλλοντος και έτσι η δράση σε αυτούς τους τομείς θα έχει να κάνει και με την υγεία. Ταυτόχρονα το ενδιαφέρον θα πρέπει να στραφεί και στον τομέα της λήψης περίθαλψης από τον πληθυσμό. Οι δαπάνες για αυτό θα πρέπει να ωφελούν το σύνολο των πολιτών και όχι τους λίγους. Η φροντίδα της υγείας θα πρέπει να οργανωθεί στη βάση της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης με αυτοδιαχείριση (π.χ. συμβούλια υγείας)
Γενικότερα: Να συρρικνώναμε το συγκεντρωτικό κράτος μεταφέροντας δικαιοδοσίες και πόρους προς μια όσο γίνεται πιο αποκεντρωμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση(Τ.Α.) και κοινωνία.
Για να μπουν σε πράξη όλα τα προηγούμενα, χρειάζεται ένα κίνημα των «από τα κάτω», που θα οδηγήσει στη μετάβαση από την «ατομική απληστία» στη «συλλογική ωφέλεια», με πυλώνες την ελευθερία, τη κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινωνική και οικολογική βιωσιμότητα. Αυτό το κίνημα ξεκινώντας από την αντίσταση στα εφαρμοζόμενα μέτρα, θα πρέπει να παρέμβει σε όλη αυτή τη φάση της μετάβασης προς μια μετακαπιταλιστική κοινωνία και στο επίπεδο των υπαρχόντων θεσμών και στο επίπεδο της δημιουργίας νέων, όπως αναφερθήκαμε και πιο πάνω.
Χρειάζεται επειγόντως να γίνει ταυτόχρονα μια «πνευματική ανασύνταξη» και να τη συζητήσουμε όσο γίνεται πιο πλατιά. Για το πώς θα τιθασεύσουμε αρχικά, θα αντικαταστήσουμε στη συνέχεια, το σημερινό κυρίαρχο μοντέλο του «άπληστου καπιταλισμού».
Προς το παρόν:
Ας αρχίσουμε να οργανωνόμαστε σε κοινότητες, δίκτυα συνεργασίας και αλληλεγύης, ομάδες παραγωγών, συναιτερισμούς και συνεργατικές ομάδες, να μετετρέπουμε τις επιχειρήσεις που κλείνουν, σε επιχειρήσεις κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με αυτοδιαχείριση από τους εργαζόμενους σε αυτές και παραγωγή που να ικανοποιεί τις κοινωνικές βιοτικές ανάγκες. Να δημιουργήσουμε νέες μονάδες παραγωγής κοινωνικής βάσης. Να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας με αυτοπαραγωγή και αχρήματες ανταλλαγές, δημιουργώντας “τοπικά νομίσματα” και εναλλακτικούς θεσμούς χρηματοδότησης, κ.λπ, κ.λπ.!
Ας δημιουργήσουμε κινήσεις πολιτών με τη μορφή “άμεσης δημοκρατίας εν δράσει”, που παρεμβαίνοντας στη τοπική κοινωνία και στη τοπική αυτοδιοίκηση θα δημιουργήσουν θεσμούς άμεσης δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα μετατρέποντας τους σημερινούς ΟΤΑ σε θεσμούς αυτοκυβέρνησης!
Αν αυτό είναι ουτοπικό και δεν το καταφέρουμε στα πλαίσια των τοπικών δήμων, όπου είναι πιο εύκολο να απαλλαγούμε από το σημερινό τοπικό κομματικό και πελατειακό σύστημα που επικρατεί, τότε είναι ακόμη πιο ουτοπικό να το καταφέρουμε σε κεντρικό επίπεδο του σημερινού κράτους, κάνοντας έφοδο στη βουλή και τα «χειμερινά ανάκτορα»